- χρυσαφένιος
- [хрисафэньос] εκ. золотистый.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χρυσαφένιος — α, ο, Ν 1. κατασκευασμένος από χρυσάφι 2. μτφ. αυτός που λάμπει σαν χρυσάφι («χρυσαφένια μαλλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάφι + κατάλ. ένιος (πρβλ. φιλντισ ένιος)] … Dictionary of Greek
χρυσαφένιος, -ια, -ιο — 1. χρυσός. 2. αυτός που λάμπει σαν χρυσός, επίχρυσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
χρυσάφινος — η, ο, Ν χρυσαφένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάφι + κατάλ. ινος (πρβλ. χάλκ ινος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1835 στον Π. Σούτσο] … Dictionary of Greek
χρυσαφής — ιά, ί, Ν χρυσαφένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάφι + κατάλ. ής (πρβλ. σταχτ ής)] … Dictionary of Greek
Γουλιμή, Άλκη — (Αθήνα 1926 –). Συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Σπούδασε ξένες γλώσσες και ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα την παιδική. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά, όπως Ο Ταχυδρόμος, Η Διάπλασις των Παίδων, Ο Κόσμος της Ελληνίδος κ.ά., δημοσιεύοντας… … Dictionary of Greek
χρυσός — ή, ό 1. χρυσαφένιος, μαλαματένιος. 2. για ανθρώπους, αυτός που έχει καλούς τρόπους ή πολλά προτερήματα: Είναι χρυσός άνθρωπος. 3. ωφέλιμος, πολύτιμος, πολύ προσοδοφόρος: Κάνει χρυσές δουλειές. 4. φρ., «Tον έκανα χρυσό», τον παρακάλεσα πολύ. 5. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)